ταμπούρι

ταμπούρι
Χαράκωμα, αμυντικό προπέτασμα, οχύρωμα. Ο όρος προέρχεται από τουρκική λέξη. Τα τ. χρησιμοποιήθηκαν από τους αρματολούς και τους κλέφτες του 1821 για άμυνα. Ήταν βασικά σωροί από πέτρες, βράχοι ή απότομα υψώματα του εδάφους.
* * *
το, Ν
1. διάταξη στρατιωτικής μονάδας στην περίμετρο ενός τετραγώνου με σκοπό την ολόπλευρη άμυνα
2. αμυντικό προπέτασμα, χαράκωμα, προμαχώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tabur «τάγμα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ταμπούρι — το ιού (λ. τουρκ.) 1. σχηματισμός στρατιωτικού τμήματος σε τετράγωνο για άμυνα. 2. προμαχώνας, οχύρωμα, χαράκωμα: Ταμπούρια δυνατά κι όμορφα μετερίζια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταμπουρώνω — Ν [ταμπούρι] 1. οχυρώνω με ταμπούρι, κατασκευάζω ταμπούρι 2. (συν. το μέσ.) ταμπουρώνομαι α) προφυλάσσομαι πίσω από αμυντικό προπέτασμα, οχυρώνομαι β) μτφ. i) καλύπτομαι, χρησιμοποιώ κάτι ως προκάλυμμα, για μια συνήθως αρνητική, ενέργειά μου… …   Dictionary of Greek

  • -ούρι — υποκορ. κατάλ. τής Νέας Ελληνικής από μσν. κατάλ. ούρι(ο)ν που σχηματίστηκε από ουσ. σε ουρος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. μελάν ουρος > μελαν ούρι, παλί ουρος > παλι oύρı, κόντ ουρος > κοντ ούρι) και επεκτάθηκε και σε ονόματα που δεν… …   Dictionary of Greek

  • μετερίζι — το (Μ μετερίζι και μετιρίζι) πρόχωμα, ταμπούρι, προμαχώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. <τουρκ. meteris] …   Dictionary of Greek

  • προμαχώνας — ο τόπος απ όπου μάχεται κανείς, πρόχωμα, ταμπούρι, μετερίζι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”