ταμπούρι — το ιού (λ. τουρκ.) 1. σχηματισμός στρατιωτικού τμήματος σε τετράγωνο για άμυνα. 2. προμαχώνας, οχύρωμα, χαράκωμα: Ταμπούρια δυνατά κι όμορφα μετερίζια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταμπουρώνω — Ν [ταμπούρι] 1. οχυρώνω με ταμπούρι, κατασκευάζω ταμπούρι 2. (συν. το μέσ.) ταμπουρώνομαι α) προφυλάσσομαι πίσω από αμυντικό προπέτασμα, οχυρώνομαι β) μτφ. i) καλύπτομαι, χρησιμοποιώ κάτι ως προκάλυμμα, για μια συνήθως αρνητική, ενέργειά μου… … Dictionary of Greek
-ούρι — υποκορ. κατάλ. τής Νέας Ελληνικής από μσν. κατάλ. ούρι(ο)ν που σχηματίστηκε από ουσ. σε ουρος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. μελάν ουρος > μελαν ούρι, παλί ουρος > παλι oύρı, κόντ ουρος > κοντ ούρι) και επεκτάθηκε και σε ονόματα που δεν… … Dictionary of Greek
μετερίζι — το (Μ μετερίζι και μετιρίζι) πρόχωμα, ταμπούρι, προμαχώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. <τουρκ. meteris] … Dictionary of Greek
προμαχώνας — ο τόπος απ όπου μάχεται κανείς, πρόχωμα, ταμπούρι, μετερίζι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)